Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καθ' ὁδόν

См. также в других словарях:

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • πάροιμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ καθ ὁδόν, ὁ γείτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἶμος «οδός, δρόμος»] …   Dictionary of Greek

  • πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… …   Dictionary of Greek

  • πυρίδαπτος — ον, Α αυτός που καταναλώθηκε από τη φωτιά («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ ὁδόν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δαπτος (< δάπτω «καταβροχθίζω»), πρβλ. Ηφαιστό δαπτος] …   Dictionary of Greek

  • στράτα — η, ΝΜΑ στρωμένη οδός, δρόμος νεοελλ. 1. πορεία, διαδρομή, («καλή στράτα» ευχή σε εκείνους που ξεκινούν για ταξίδι) 2. μτφ. τρόπος («με πόσες στράτες μάς γελά [ενν. ο έρωτας]», Ερωτόκρ.) 3. στρατούλα, περπατούρα 4. φρ. α) «κάνω στράτα ή στράτες»… …   Dictionary of Greek

  • Αγγελάκης, Ανδρέας — (Πειραιάς 1946 – 1991). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποίηση, πεζογραφήματα,… …   Dictionary of Greek

  • Βίνσεντ, Τζιν — (Gene Vincent, Νόρφολκ, Βιρτζίνια 1935 – Νιούχολ, Καλιφόρνια 1970). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού τραγουδιστή Βίνσεντ Γιουτζίν Κράντοκ (Vincent Eugene Craddock). Πρωτοπόρος του ροκ εν ρολ, με ένα και μόνο τραγούδι του, το Be Bop A Lula,… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντία — I Όνομα τριών πριγκιπισσών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Κ. (Constantia Flavia Julia, ; – 333;). Ήταν κόρη του Κωνσταντίου A’ του Χλωρού, ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και σύζυγος τoυ Ρωμαίου αυτοκράτορα Λικίνιου. Από τη… …   Dictionary of Greek

  • Μαίων ή Μήων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θηβαίος, γιος του Αίμονα. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν συναρχηγός με τον Πολυφόντη των πενήντα Καδμείων που έστησαν ενέδρα στον Τυδέα κατά την επάνοδό του στην πατρίδα. Ο Τυδέας τους σκότωσε όλους εκτός από τον M …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»